απαγωγό νεύρο, το
Ερμηνεία:
Η 6η εγκεφαλική συζυγία, η οποία ελέγχει τους μυς του οφθαλμού, που στρέφουν τον οφθαλμό προς τα έξω.
Ετυμολογία:
[απάγω, abduco (L.), abduct > abducens]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
abducent; efferent
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ανατομική:
|